- θαλερός
- η , ό [ά , όν ]1) цветущий, зеленеющий; 2) перен. цветущий, бодрый;
θαλερή 6*ψη — цветущий вид
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θαλερή 6*ψη — цветущий вид
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θαλερός — stout masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλερός — ή, ό και ά, ό (AM θαλερός, ά, όν) 1. αυτός που θάλλει, ο ανθηρός («θαλερό φυτό») 2. ο γεμάτος ζωντάνια, ο ζωηρός, ο ακμαίος (α. «θαλερά γηρατειά» β. «θαλερός πόσις εὔχομαι εἶναι», Ομ. Ιλ.) μσν. νεαρός αρχ. 1. γενναίος, ρωμαλέος 2. πυκνός, άφθονος … Dictionary of Greek
θαλερός — ή, ό 1. ανθηρός, δροσερός: Θαλερή φύση. – Θαλερό δέντρο. 2. ακμαίος, σφριγηλός: Θαλερά νιάτα. – Παρά την ηλικία του είναι ακόμη θαλερός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θαλερά — θαλερός stout neut nom/voc/acc pl θαλερά̱ , θαλερός stout fem nom/voc/acc dual θαλερά̱ , θαλερός stout fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλερώτερον — θαλερός stout adverbial comp θαλερός stout masc acc comp sg θαλερός stout neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλερῶν — θαλερός stout fem gen pl θαλερός stout masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλερόν — θαλερός stout masc acc sg θαλερός stout neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλεραῖς — θαλερός stout fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλεραί — θαλερός stout fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλεροῖο — θαλερός stout masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλεροῖς — θαλερός stout masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)